καυχησιάρικος

καυχησιάρικος
-η, -ο [καυχησιάρης]
αυτός που λέγεται με καύχηση («καυχησιάρικα λόγια»).
επίρρ...
καυχησιάρικα
με καυχησιάρικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καυχησιάρικος — καυχησιάρικος, η, ο και καυκησιάρικος, η, ο αυτός που λέγεται για καύχηση: Αυτά που λες είναι καυχησιάρικα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαμφαρονίστικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε φαμφαρόνο (βλ. λ.), κομπαστικός, καυχησιάρικος: Φαμφαρονίστικα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”